νηστικοί

νηστικοί
νηστικός
of
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλοθέλιο — το [καλοθέλω] 1. καλή διάθεση, ευμένεια, συμπάθεια, συμπόνια («με καλοθέλιο και μ ευκή δε χορταίνουν νηστικοί», παροιμ.) 2. συν. στον πληθ. τα καλοθέλια επίμονη προσπάθεια, ζήλος για κάποιο έργο, προθυμία («στα καλοθέλια τού βοσκού κι οι τράγοι… …   Dictionary of Greek

  • αλημέριαστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει λημέρι: Οι αντάρτες ήταν αλημέριαστοι και νηστικοί. 2. τοποθεσία που δεν είναι κατάλληλη για λημέρι: Αποφάσισαν να φύγουν, γιατί ο τόπος εκεί ήταν αλημέριαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”